- κλινοπάλη
- κλῑνο-πάλη [ᾰ], ἡ,A bed-wrestling, sens. obsc., Suet.Dom.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλινοπάλη — κλινοπάλη, ἡ (Α) η πάλη πάνω στην κλίνη, το πάλεμα στο κρεβάτι, η συνουσία … Dictionary of Greek